- ὑφέπομαι
- ὑφέπομαι,A follow behind, [tense] impf. ὑφείπετο v.l. for ἐφ- in App.Mith.88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υφέπομαι — Α ακολουθώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἕπομαι «ακολουθώ»] … Dictionary of Greek